- υποδιδάσκω
- Α [διδάσκω]διδάσκω κάτι σταδιακά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
ԻՄԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0852 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c συνίημι, συμβιβάζω, συνετίζω, ὐποδιδάσκω intelligentem facio, instruo, instituo, subdoceo. Տալ իմանալ. խելամուտ առնել. ուսուցանել. իմացնել, հասկըցնել. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)